ὀργανοποιία

ὀργανοποιία
ὀργᾰνο-ποιία, ,
A instrument-making, Ti. [dialect] Locr. 101e, Ph. 1.29, 2.94, al.; apparatus, Heliod. ap. Orib.44.23.43, 49.20.8, 49.22.15 ; anatomical structure, Porph. Gaur.13.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀργανοποιία — ὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιία instrument making fem nom/voc/acc dual ὀργανοποιίᾱ , ὀργανοποιία instrument making fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίᾳ — ὀργανοποιίᾱͅ , ὀργανοποιία instrument making fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίας — ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem acc pl ὀργανοποιίᾱς , ὀργανοποιία instrument making fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίαν — ὀργανοποιίᾱν , ὀργανοποιία instrument making fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀργανοποιίαις — ὀργανοποιία instrument making fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οργανοποία — η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή μουσικών οργάνων 2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνων αρχ. 1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών 2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”